- Λιθουανός
- -ή [Λιθουανία]ο κάτοικος τής Λιθουανίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λιθουανία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθουανικός — ή, ό [Λιθουανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λιθουανό ή στη Λιθουανία («λιθουανική γλώσσα») … Dictionary of Greek
Γκρόντνο — Πόλη (308.900 κάτ. το 1999) της Λευκορωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιοχής. Είναι χτισμένη και στις δύο όχθες του ποταμού Νέμαν. Η πόλη αναφέρεται για πρώτη φορά το 1183. Το 1376 την κατέλαβε ο Λιθουανός πρίγκιπας Βίτοφτ και το 1569 οι Πολωνοί … Dictionary of Greek
Κλουγκ, Άαρον — (Aaron Klug, Ζέλβας 1926 –). Λιθουανός χημικός. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Γουιτγουότερσραντ, στο Γιοχάνεσμπουργκ, αλλά η επαφή του με τη βιοχημεία και τη χημεία της φυσιολογίας (όπως την αποκαλούσαν τότε) τον οδήγησε στη χημεία και… … Dictionary of Greek
Λουτσκ — (Luck). Πόλη (209.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Βολίν (20.200 τ. χλμ., 1.060.700 κάτ.). Είναι χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Στιρ, ενός παραπόταμου του Πριπιάτ. Η πόλη αποτελεί συγκοινωνιακό κόμβο και σημαντικό ποτάμιο … Dictionary of Greek
Μινκόφσκι, Χέρμαν — (Hermann Minkowski, Αλεξότας 1864 – Γκέτινγκεν 1909). Λιθουανός μαθηματικός. Ύστερα από μια περίοδο διδασκαλίας στη Ζυρίχη, έγινε καθηγητής (1902) στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν όπου έμεινε έως τον θάνατό του. Μεταξύ άλλων, ο Μ. επινόησε μια… … Dictionary of Greek
Σμετονά, Αντανάς — (Smetona). Λιθουανός πολιτικός και συγγραφέας (Ταουγενάι, Ουκμαργκέ 1874 Κλήβελαντ, Οχάιο 1944). Βαθύς γνώστης της ιστορίας και των προβλημάτων της Λιθουανίας, ίδρυσε το περιοδικό Το πηδάλιο, πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα. Πρόεδρος της… … Dictionary of Greek